ραχίτιδα

ραχίτιδα
η / ῥαχῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ
παιδική νόσος τού σκελετού που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ασβεστοποίηση τών οστών και τών αυξητικών χόνδρων και οφείλεται συχνότερα σε αβιταμίνωση D.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. αρθρ-ίτις / -ίτιδα). Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rachitis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραχίτιδα — ραχίτιδα, η και ραχιτισμός, ο (ιατρ.), ανώμαλη ανάπτυξη της ράχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • ραχιτικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα («ραχιτική παραμόρφωση») 2. ως ουσ. αυτός που έχει προσβληθεί από ραχίτιδα 3. φρ. «ραχιτικό κομπολόι» η στρογγυλή διόγκωση τών πλευρών στα όρια τού οστέινου και χόνδρινου… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • βεντερούγα — η η ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κύφωση — Κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, με την κοιλότητα προς τα εμπρός. Στο άτομο με φυσιολογική διαμόρφωση υπάρχει μια κ. της σπονδυλικής στήλης στο θωρακικό της τμήμα και μια μικρότερη στο κατώτερό της άκρο (ιερόν οστούν). Όταν αυτή η κ. εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • ραχίτης — ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ῥαχῑτις βλ. ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ίτης (πρβλ. νεφρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ραχιτισμός — ο, Ν η ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχίτ ιδα + κατάλ. ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • Καρβελάς, Φραγκίσκος — (1794 – 1849). Γιατρός και πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες ως Φιλικός και ως μέλος της εφορίας Ζακύνθου στην Επανάσταση του 1821. Ο Κ. μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Διονύσιο Σολωμό. Δημοσίευσε στα… …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”